- νιόκαστρο
- τοβλ. νεόκαστρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πύλος — Με το όνομα αυτό αναφέρονται τρεις πόλεις: μία της μυκηναϊκής εποχής, μία των κλασικών χρόνων και μία σύγχρονη. 1. Μυκηναϊκή Π. Είναι η πόλη του ομηρικού Νέστορα, του οποίου η δύναμη και η δόξα δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από τη δόξα και… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεόκαστρο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 820 μ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.) του νομού Ημαθίας. * * * και νιόκαστρο, το (Μ νεόκαστρον) κάστρο, φρούριο που μόλις οικοδομήθηκε … Dictionary of Greek
Βαλτινός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανασούλας (Μεσολόγγι 1801 – Αθήνα 1877). Καταγόταν από την οικογένεια των Βαλτινών του Βάλτου. Επειδή ο πατέρας του Ιωάννης υπηρετούσε στην αυλή του Αλή πασά, ο Λεπενιώτης πέταξε στον Αχελώο τον μικρό του γιο Α.,… … Dictionary of Greek
Τσαμαδός, Αναστάσιος — Ναυμάχος του 1821 (Ύδρα 1774 – Σφακτηρία 1825). Ιδιοκτήτης και κυβερνήτης του πάρωνα Άρης, μετέτρεψε το πλοίο του στην Επανάσταση σε πολεμικό, το εξόπλισε με 12 πυροβόλα και το επάνδρωσε με πλήρωμα 82 αντρών. Πριν από την Επανάσταση ήταν… … Dictionary of Greek